- φασκελιά
- ηφάσκελο, φασκέλωμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασκελιά — και σφακελιά, η, Ν φάσκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκελο / σφάκελο + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… … Dictionary of Greek
σφακελιά — η, Ν βλ. φασκελιά … Dictionary of Greek
τύφλα — η 1. τυφλότητα, τύφλωση, στραβωμάρα. 2. ως επιφ., άκλ., τύφλα!, χρησιμοποιείται για χλευασμό ανθρώπου που σκοντάφτει ή κάνει κάτι αδέξια. 3. μούντζα, φάσκελο, φασκελιά: Να χαθείς! του είπα και του δωσα μια τύφλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)